επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… … Dictionary of Greek
ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά … Dictionary of Greek
επάνθημα — το (Α ἐπάνθημα) [επανθώ] νεοελλ. (ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος αρχ. 1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημα («γέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων»,… … Dictionary of Greek
επάνθηση — η (Α ἐπάνθησις) [επανθώ] άνθηση νεοελλ. 1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων) 2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα … Dictionary of Greek
επανθιώ — ἐπανθιῶ, άω (Α) ποιητ. τ. αντί επανθώ … Dictionary of Greek
προσεπανθώ — έω, Α [ἐπανθῶ] ανθίζω πάνω σε κάτι επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
συνεπανθώ — έω, Α [ἐπανθῶ] ανθώ μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο … Dictionary of Greek